στάσεως

στάσεως
στάσεω̆ς , στάσις
placing
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • ГЕРМОГЕН —    • Hermogĕnes,          Έρμογένης,     I. родом из Тарса, уже 15 лет от роду, в правление императора Марка Аврелия выступил ритором и возбудил всеобщее удивление; но уже в 24 г. он лишился своих умственных сил, умер, однако, только в старости.… …   Реальный словарь классических древностей

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • έξωθι — ἔξωθι (Μ) έξω από («ἔξωθι τοῡ ναοῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + θι (κατάληξη δηλωτική τής εν τόπῳ στάσεως, πρβλ. αυτό θι] …   Dictionary of Greek

  • επιτμητικός — ἐπιτμητικός, ή, όν (Μ) [επίτμηση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίτμηση ή που έχει υποστεί επίτμηση («οὗ δεσμοῡ καὶ τῆς κατ’ ὀρθὸν στάσεως σύμβολον ἐπιτμητικὸν ἡ ἱστοπέδη φαίνεται», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • κορινθόθι — (Α) επίρρ. στην Κόρινθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρινθος + επιρρμ. κατάλ. θι, δηλωτική τής εν τόπω στάσεως] …   Dictionary of Greek

  • λακωνιστής — ο, θηλ. λακωνίστρια (Α λακωνιστής) [λακωνίζω] νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τους Λάκωνες, που μελετά τα σχετικά με τους Λακεδαιμονίους αρχ. 1. αυτός που μιμούνταν τους Λακεδαιμονίους 2. αυτός που ανήκε στη φιλοσπαρτιατική μερίδα, που συμπαθούσε …   Dictionary of Greek

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”